παρμένος

παρμένος
-η, -ο
ως επίθ.
1. ο ημιπληγικός, ο ημίπληκτος, ο ημιπαράλυτος, και γενικά ο βλαμμένος σωματικώς
2. συνεκδ. ο διανοητικά καθυστερημένος, λιγόμυαλος, ανώμαλος
3. μτφ. φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, έξω από την πραγματικότητα
4. (ως μτχ. παθ. παρακμ. τού παίρνω) ο ειλημμένος, αυτός που έχει ληφθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρμένος — η, ο (μτχ. παθ. πρκ. του ρ. παίρνω) 1. αυτός που πάρθηκε, που κλέφτηκε: Βλέπω πως το σκεπάρνι είναι παρμένο από τη θέση του. 2. μτφ., ο βλαμμένος στο μυαλό ή στο σώμα, ημιπαράλυτος, σακάτης, διανοητικά άρρωστος, αλλιώς λειψός: Δεν μπορώ να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben im Neugriechischen — sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden. Inhaltsverzeichnis 1 Vorbemerkungen und Statistik 2… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige neugriechische Verben — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • αλλοπαρμένος — η, ο ο παράφρων, εκείνος τού οποίου πήραν άλλοι τα λογικά (ο διάβολος ή κακοποιό πνεύματα). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλο * + παρμένος, μτχ. πρκ. τού παίρνω] …   Dictionary of Greek

  • ονειροπαρμένος — η, ο φαντασιόπληκτος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < όνειρο + παρμένος, μτχ. μεσ. παρακμ. τού παίρνω] …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • ντανταϊσμός ή νταντά — Πρωτοποριακό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα που εμφανίστηκε ως ανταρσία εναντίον των πολιτιστικών και κοινωνικών συμβατικοτήτων και –λιγότερο ή περισσότερο κατηγορηματικά– εναντίον του πολέμου. Ο γαλλικός όρος dada παρμένος από την παιδική… …   Dictionary of Greek

  • Τριαντάφυλλος, Κλεάνθης — (Σίφνος 1850 – Αθήνα 1889). Έλληνας δημοσιογράφος και σατιρικός ποιητής. Νέος πήγε στην Πόλη, όπου εργάστηκε στον τοπικό Νεολόγο. Για να αποφύγει τις τουρκικές αντιδράσεις, που προκλήθηκαν από τη δημοσιογραφική του δραστηριότητα, ήρθε το 1878,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”